Η επίσκεψη μας στον Αχέροντα ποταμό πραγματοποιήθηκε ένα ανοιξιάτικο πρωινό του Απρίλη 2012 λίγο μετά τις πασχαλινές διακοπές, επιστρέφοντας στην Αθήνα. Νωρίς το πρωί πήραμε τον δρόμο από Ηγουμενίτσα προς τις πηγές του Αχέροντα. Λίγο πριν φτάσουμε στην πρώτη πινακίδα που σε παραπέμπει να αφήσεις την εθνική πέσαμε σε πυκνή ομίχλη. Λευκή νεφέλη είχε καλύψει τα πάντα και η ορατότητα ήταν πολύ περιορισμένη. Θα έλεγε κανείς ότι διασχίζαμε την αρχαία λίμνη Αχερουσία, η οποία βεβαίως δεν βρισκόταν στο συγκεκριμένο σημείο.
Η Αχερουσία ήταν μία λίμνη στην οποία εξέβαλαν οι τρεις ποταμοί, Αχέροντας, Κωκυτός και Πυριφλεγέθων, και οι οποίοι σηματοδοτούσαν τα όρια του κάτω κόσμου. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν την λίμνη αυτή ως την είσοδο στην χώρα του Άδη. Η λίμνη ήταν σκοτεινή και παγωμένη και στα νερά της δεν μπορούσε να επιβιώσει τίποτα έμβιο. Ήταν περικυκλωμένη από καλαμιές και πάντα σκεπασμένη από πυκνή ομίχλη.
Εκεί υπήρχε ο Χάρων, γιος του Ερέβους και της Νύχτας, που με την βάρκα του παραλάμβανε τις ψυχές των νεκρών, που έφταναν στην Αχερουσία συνοδευόμενες από τον ψυχοπομπό Ερμή. Το νεκρικό έθιμο στην αρχαία Ελλάδα ήθελε να τοποθετούν στο στόμα ή στα μάτια του νεκρού «έναν οβολό», τον οποίο και έδινε η ψυχή του αποθανόντος στον Χάροντα για να τον περάσει απέναντι στην χώρα του Άδη και της Περσεφόνης. Ο μύθος θέλει όποια ψυχή δεν είχε να πληρώσει τον «οβολό» περιπλανιόταν στις όχθες της λίμνης για 100 χρόνια. Η λίμνη αυτή σήμερα είναι αποξηραμένη και στην θέση της βρίσκονται καταπράσινοι αγροί περικυκλωμένοι από ψηλές καλαμιές οι περισσότεροι.
Μία πληροφορία αναφέρει ότι στο μέσον της Αχερουσίας την παλαιά εποχή βρισκόταν ένας λόφος. Επάνω σε αυτόν τον λόφο θεωρούσαν ότι υπήρχε η είσοδος για τον Άδη. Ίσως εκεί μεταγενέστερα να χτίστηκε το νεκρομαντείο, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος μιας και οι γεωλογικές αλλαγές από αυτήν την αρχαία εποχή μέχρι σήμερα είναι μεγάλες. Σήμερα, όπως οριοθετείται η περιοχή, το νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται στην βορειοδυτική μεριά της αποξηραμένης λίμνης.
Η περιπέτεια μας ξεκίνησε μόλις στρίψαμε στην ταμπέλα που έγραφε ότι η απόσταση για τις πηγές του Αχέροντα είναι 13 χιλιόμετρα. Αμέσως μετά την στροφή η ομίχλη διαλύθηκε ως δια μαγείας ένα πράγμα και συναντήσαμε ξαφνικά μπροστά μας ένα κοπάδι από κατσίκια. Λίγο παρακάτω συναντήσαμε ένα άλλο κοπάδι από αρνιά.
Ο μύθος λέει ότι όποιος ήθελε να κατέβει στον Άδη έπρεπε να θυσιάσει ένα κατσίκι και μάλιστα μαύρο όπως ο Οδυσσέας. Εμείς φυσικά δεν θυσιάσαμε τίποτα μιας και η ζωοθυσία δεν είναι ελληνική τελετή παρά θεσπίστηκε την ρωμαϊκή εποχή. Οι αρχαίοι Έλληνες προσέφεραν στους Θεούς τους, σπονδές. Μόλις στρίψαμε λοιπόν στον επαρχιακό δρόμο αρχίσαμε να ανεβαίνουμε έναν λόφο. Και μάλιστα ο δρόμος ήταν στενός και με πολλές στροφές δίνοντας μας την αίσθηση σπείρας. Παρόλα όμως τα λίγα χιλιόμετρα που έλεγε η ταμπέλα πέρασε μία ώρα και εμείς συνεχίζαμε να ανεβαίνουμε στον λόφο. Είχαμε την αίσθηση ότι βρισκόμαστε στην μέση του πουθενά χωρίς να συναντήσουμε έναν άνθρωπο, ούτε ένα αυτοκίνητο. Πιστέψαμε λοιπόν ότι πήραμε λάθος δρόμο. Παρόλα αυτά θεωρήσαμε περιττό να γυρίσουμε πίσω, οπότε και συνεχίσαμε. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να κατεβαίνουμε από αυτόν τον λόφο και πάλι με έναν στενό δρόμο που θύμιζε σπείρα.
Εκ των υστέρων από διάφορες πληροφορίες που αντλήσαμε από την αρχαιοελληνική μυθιστορία αναφέρεται ότι ο δρόμος για την κατάβαση στον Άδη είναι «σπειροειδής», όπως σπειροειδή φορά έχει και η ανέλιξη της ψυχής στον εσωτερισμό. Εν πάση περιπτώσει κάποια στιγμή (πάνω από μιάμιση ώρα) φτάσαμε σε ένα χωριό και εκεί συναντήσαμε έναν άνθρωπο και ρωτήσαμε κατά που πάνε για τις πηγές. Ο άνθρωπος μας έδειξε μία δεύτερη ταμπέλα που έγραφε 6 χιλιόμετρα. Στην ουσία των πραγμάτων είχαμε κάνει 7 χιλιόμετρα πάνω από μιάμιση ώρα. Θεωρήσαμε λοιπόν λογικό ότι η πρώτη ταμπέλα ήταν λάθος. Θεώρηση την οποία αναιρέσαμε αργότερα.
Είχαμε τώρα μπροστά μας μία δεύτερη ταμπέλα με 6 χιλιόμετρα. Μετά από μισή ώρα θεωρήσαμε ότι και αυτή η ταμπέλα ήταν λάθος. Ο δρόμος δεν είχε τελειωμό. Αρχίσαμε να αφυπνιζόμαστε πλέον ότι κάτι άλλο συνέβαινε. Θα έλεγε κανείς ότι σε αυτήν την τοποθεσία ο χρόνος είχε διαφορετική δομή ή τέλος πάντων εμείς το βιώναμε έτσι.
Τώρα διασχίζαμε έναν μικρό επαρχιακό ευθύ δρόμο σε μία πεδιάδα. Δεν υπήρχαν στροφές παρά απλές καμπύλες του δρόμου και η δόνηση είχε αλλάξει. Ήταν πιο ήπια, πιο γλυκιά. Είμαστε σίγουροι ότι βρισκόμαστε σε μία πράσινη πεδιάδα την οποία δεν βλέπαμε καλά παρά μόνο σε κάτι ξέφωτα διότι στα δεξιά και αριστερά του δρόμου βρισκόταν ψηλές καλαμιές. Το τοπίο μαρτυρούσε ότι διασχίζαμε την λίμνη Αχερουσία. Μπροστά μας βρισκόταν ένα βουνό και επάνω του υπήρχαν περίεργα στρογγυλά μαύρα-λευκά σύννεφα, τα οποία ξαφνικά εξαφανίστηκαν όλα μαζί!
Παρόλο όμως την γραφικότητα του τοπίου ο δρόμος συνεχίζει να είναι ατελείωτος. Έχουμε ξεπεράσει πια την μισή ώρα και αυτά τα 6 χιλιόμετρα δεν λένε να τελειώσουν. Άνθρωπος για να ρωτήσεις, εκεί στη μέση του πουθενά, δεν υπάρχει. Η ιδέα του να γυρίσουμε πίσω αρχίζει να συζητιέται πια μέσα στο αυτοκίνητο από όλους μας.
Και ξαφνικά εκείνη την επίμαχη στιγμή της απόφασης στην άκρη του δρόμου μπροστά μας βλέπουμε έναν άνθρωπο, έναν νεαρό μελαχροινό με μαύρα ρούχα να στέκεται. Επιτέλους κάποιος να ρωτήσουμε. Σταματάω το αυτοκίνητο και κατεβάζω το τζάμι να τον ρωτήσω.
Η πρώτη εντύπωση που είχα από αυτόν τον νεαρό άνθρωπο είναι ένα φωτεινό πρόσωπο και λαμπερά μάτια. Πριν προλάβω να ρωτήσω χαμογελάει και μου λέει : «Οι Πηγές είναι λίγο πιο κάτω». Σαστισμένη που μου απάντησε πριν τον ρωτήσω και με την ανθρώπινη λογική μου να θέλει να επιβεβαιώσει την δήλωση του, τον ρωτάω: «Καλά πάω από εδώ για τις Πηγές?». Ο νεαρός χαμογελάει και ξαναλέει: «Έφτασες. Εδώ είναι». «Ευχαριστώ», απάντησα σκεπτόμενη ότι προφανώς είναι κάποιος από την περιοχή που είναι συνηθισμένος στο να βλέπει ανθρώπους να χάνονται και έτσι ήξερε από πριν την απάντηση, παρόλο που προσωπικά δεν έβλεπα καμία πηγή, ακόμα. Γήϊνες υποθέσεις :-)
Βάζω μπροστά το αυτοκίνητο για να φύγουμε. Εκείνη την στιγμή ο σκύλος που είχαμε μαζί μας άρχισε να κλαψουρίζει κοιτώντας από την πίσω πλευρά του αυτοκινήτου. Κοιτάζω από τον καθρέφτη να δω την αιτία του κλαψουρίσματος και ανακαλύπτω ότι ο νεαρός άνδρας που εμφανίστηκε από το πουθενά έχει εξαφανιστεί. Σταματάω το αυτοκίνητο και τρία άτομα κατεβαίνουμε κάτω. «Άνθρωπος» δεν υπάρχει. Μεταφορικό μέσο δίπλα του θυμάμαι ότι δεν υπήρχε. Οι καλαμιές δεξιά και αριστερά ήταν πυκνές και ψηλές, οπότε δεν μπορούσε να περάσει μέσα από αυτές. Ο δρόμος ήταν ευθύς οπότε και να είχε φύγει με τα πόδια θα τον βλέπαμε. Εκείνη την στιγμή συνειδητοποιώ ότι η προφορά που μας μίλησε δεν είχε εκείνον τον ηπειρώτικο ιδιωματισμό. Ήταν καθαρός λόγος της Ελληνικής γλώσσας και μάλιστα άψογος θα έλεγα. Μπήκαμε μέσα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε, σίγουροι αυτή την φορά ότι είμαστε στον σωστό δρόμο. Δύο λεπτά αργότερα φτάναμε στις πηγές των εκβολών του Αχέροντα.
Εκ των υστέρων όταν γυρίσαμε στην Αθήνα και ανέφερα το περιστατικό σε μία φίλη η οποία είναι καθηγήτρια και ασχολείται με έρευνα στην αρχαιοελληνική γραμματεία την είδα να βάζει τα γέλια. Μου είπε ότι στην αρχαία Ελλάδα όσοι έψαχναν τον δρόμο προς τον Άδη, συναντούσαν έναν νεαρό μελαχροινό άνδρα που τους καθοδηγούσε. «Αυτός ο άνδρας που συναντήσατε» μου είπε, «ήταν ο μάντης Τειρεσίας, τα δε μαύρα ρούχα που φορούσε σηματοδοτούν μία χθόνια (γήινη) θεότητα».
Πριν περιγράψω την μαγεία του τοπίου και την περιπέτεια μας που μόλις άρχιζε θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω μερικές πληροφορίες για την περιοχή του Αχέροντα. Το όνομα του ποταμού καθώς και της λίμνης Αχερουσίας ετυμολογείται από την λέξη «άχος» που σημαίνει «λύπη, θλίψη» ή μία κατάσταση η οποία είναι «δίχως χαρά». Σε μία πιο ελεύθερη απόδοση είναι : «η θλίψη η οποία προκαλείται από την απώλεια του θανάτου». Μία άλλη άποψη θέλει την ετυμολογία του Αχέροντα από την λέξη «αχός» που σημαίνει «δυνατός ήχος, βουή». Αυτό μας παραπέμπει σε ένα ποτάμι που κυλάει με δυνατό θόρυβο. Δεν απέχει βέβαια και πολύ από την σημερινή πραγματικότητα μιας και ο Αχέροντας χρησιμοποιείται για ράφτινγκ.
Οι αρχαίοι Έλληνες απέφευγαν να αναφέρουν το όνομα του Άδη, ο οποίος σηματοδοτούσε τον θάνατο. Ο εσωτερισμός των Ολύμπιων αναφέρει ότι ο Άρχοντας του «κάτω κόσμου» είναι ένας «μεταμορφωτής». Είναι εκείνο το ελληνικό αρχέτυπο που αναμορφώνει την Ψυχή αποβάλλοντας από αυτήν όλα τα υλικά βάρη που προέρχονται από τα χθόνια συναισθήματα. Για αυτό και ο θάνατος δεν σημαίνει μόνο την απώλεια του φθαρτού σώματος. Θάνατοι μας συμβαίνουν στην καθημερινότητα μας συνεχώς. Για παράδειγμα μία οποιαδήποτε σχέση ή ακόμα μία συνεργασία, που έχει φθαρεί στην γράμμωση του Κρόνου-Χρόνου και έχει κλείσει τον κύκλο της είναι ένας μικρός καθημερινός θάνατος. Εδώ ο άρχοντας του κάτω κόσμου μαζί με την σύζυγό του Περσεφόνη, έχουν τον πρώτο λόγο της μεταμόρφωσης της Ψυχής μέσα από τον θάνατο. Ένα από τα «κοινά μυστικά» των αρχαιοελληνικών μυστηρίων είναι η οικειοποίηση του μύστη με τα μονοπάτια του θανάτου. Θα μου επιτρέψετε εδώ να αναφέρω την πρώτη μου επαφή πριν από αρκετά χρόνια με την οντότητα που εμείς ονομάζουμε Άδη. Είναι μία διασκεδαστική ιστορία.
Θυμάμαι ότι εκείνη την ημέρα η καθημερινότητα μου στην Γη μου είχε προσδώσει το συναίσθημα του θυμού. Ήμουνα πολύ θυμωμένη με μία κατάσταση που είχε συμβεί. Είχε πια φτάσει το βράδυ και δεν μπορούσε ο θυμός να καταλαγιάσει. Το συναίσθημα αυτό είχε την τάση να γίνει δευτερογενές και αυτό είναι μία επικίνδυνη κατάσταση η οποία μπορεί να ανατρέψει ολόκληρη την ισορροπία της εσωτερικής δομής του ανθρώπου. Ξαφνικά είδα μπροστά μου (όχι στον ύπνο μου) τον Ερμή, πράγμα σύνηθες για εμένα, να χαμογελά. «Θεός να σου πετύχει», σκέφτηκα, «εγώ είμαι θυμωμένη και αυτός χαμογελά».
Τον είδα να απλώνει το χέρι του και να λέει : «Έλα πάμε να συναντήσεις κάποιον που θα σε βοηθήσει με αυτό το γήινο συναίσθημα». Από μικρή εκπαιδευμένη να δίνω το χέρι και να εμπιστεύομαι τις οντότητες που έβλεπα δεν δίστασα λεπτό. Βίωσα το αστρικό σώμα να αποχωρίζεται το γήινο και τον ακολούθησα. Με οδήγησε λοιπόν σε ένα πολύ περίεργο μέρος που έμοιαζε με το εσωτερικό μέρος ενός τεράστιου διαστημοπλοίου. Εκεί κατέβηκα μία σκάλα και βρέθηκα μπροστά σε μία οντότητα που δεν έβλεπα πρόσωπο παρά μόνο περίγραμμα. Η οντότητα αυτή είχε μαύρο χρώμα, όπως την αποκωδικοποίησε ο εγκέφαλος μου εκείνη την δεδομένη στιγμή. Όταν την αντίκρισα έκανα δύο βήματα πίσω. Αυτή η οντότητα στεκόταν παλλόμενη. Σιγά-σιγά αναθάρρησα και προχώρησα μπροστά. Όσο προχωρούσα τόσο το μαύρο χρώμα ξεθώριαζε και πλέον έβλεπα ένα γκρι-λευκό.
Συνέχισα όμως να μην διακρίνω χαρακτηριστικά παρά μόνο «ανθρωποειδές περίγραμμα». Δεν ήξερα ποια είναι αυτή η οντότητα. Λίγο αργότερα δύο λέξεις αναδύθηκαν στο μυαλό μου. Άδης – Πλούτωνας. Τότε, πριν πολλά χρόνια, δεν ήξερα ότι ο Άδης και ο Πλούτωνας είναι το ίδιο και το αυτό. Όταν πια σιγουρεύτηκα ότι είχα μπροστά μου αυτό που οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν «Άδη» (προφανώς στην προκειμένη περίπτωση εξέφραζε το προσωποποιημένο συναίσθημα του θυμού μου) σκέφτηκα την εξής φράση: «γιατί τώρα με έφερε ο Ερμής εδώ, του είπε κανείς ότι θέλω να πεθάνω»? Είμαι σίγουρη ότι αυτές οι οντότητες έχουνε γελάσει πολλές φορές με τις αυθόρμητες γήινες αντιδράσεις μου. Καθώς περνούσε η ώρα (ώρα? λεπτά? δευτερόλεπτα?) τόσο περισσότερο άρχισε η οντότητα που είχα μπροστά μου να μου φαίνεται οικεία.
Και δεν έφτανε αυτό… αναδύθηκε η γυναικεία μου περιέργεια και σήκωσα και το χέρι μου για να αγγίξω αυτό το περίγραμμα. Θα μπορούσα να το περιγράψω σαν μία παχιά αιθερική ύλη που όμως δεν προσέδιδε κανένα εμπόδιο στο χέρι μου. Το χέρι μου στην ουσία μπορούσε να διαπεράσει αυτή την αιθερική ύλη. Τότε ξαφνικά το γήινο σώμα που είχε μείνει πίσω μου απέσπασε την προσοχή. Ένοιωσα ότι άρχισα να κρυώνω και να νυστάζω στην υλική μου πραγματικότητα. Επέστρεψα γρήγορα την συνειδητότητα μου στην ύλη και πήγα αμέσως για ύπνο ενώ λίγο πριν κοιμηθώ «τσάκωσα» τον αστρικό εαυτό μου να ακολουθεί αυτή την περίεργη οντότητα σε έναν άλλο χώρο από εκείνον που την πρωτο-συνάντησα. Μετά δεν θυμάμαι τίποτα άλλο. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα με μία αίσθηση βαριάς κούρασης. Προσπάθησα να ανασύρω την ανάμνηση του θυμού και δεν τα κατάφερα. Μέσα μου υπήρχε μία παράξενη ηρεμία και η κατάσταση που είχε προκαλέσει τον θυμό φάνταζε πολύ μακρινή.
Δύο μέρες αργότερα, έχοντας συνέλθει τελείως αναζήτησα την οντότητα αυτή και τι ακριβώς ιδιότητες έχει. Έτσι έμαθα ότι ο «Άδης» είναι εκείνος που μεταμορφώνει κάθε χθόνιο και υλικό συναίσθημα για εκείνους που αποφασίζουν να εργαστούν σοβαρά με τον εαυτό τους. Από τότε έγινε ένας «καλός μου φίλος».
Aς επιστρέψουμε όμως στον Αχέροντα. Ο ποταμός έχει και μία δεύτερη ονομασία ως «Φαναριώτικος». Η ονομασία αυτή εμπερικλείει την λέξη «Φανός, φανάρι». Στην αρχαία εποχή στις εκβολές του Αχέροντα υπήρχε ένα ακρωτήριο που ονομαζόταν Χειμέριο (περίπου στην σημερινή τοποθεσία Αμμουδιά). Εκεί υπήρχε ένα φανάρι το οποίο καθοδηγούσε τους επισκέπτες στο νεκρομαντείο της Εφύρας. Στην αρχαιότητα, όπως προανέφερα, ο Αχέροντας, ο Πυριφλεγέθωνας και ο Κωκυτός έπεφταν μέσα στην λίμνη Αχερουσία. Η ετυμολογία του Πυριφλεγέθωνα προδικάζει έναν ποταμό από τον οποίο έβγαιναν πύρινες φλόγες. Ο Πυριφθλεγέθων και ο Κωκυτός ναι μεν έρρεαν παράλληλα εντούτοις σε κάποιο σημείο ενώνονταν με τον Αχέροντα και ο δε Κωκυτός έπεφτε σε αυτόν με την μορφή καταρράκτη.
Ο Πλάτωνας μας λέει ότι ο Πυριφλεγέθων ήταν ένα ρεύμα φωτιάς που στρέφεται γύρω από την Γη για να καταλήξει στα βάθη των Ταρτάρων. Επίσης τον ποταμό τον αναφέρει και ο Όμηρος. Όταν η Κίρκη λέει στον Οδυσσέα να κατέβει στον Άδη, ο Όμηρος περιγράφει: «και εσύ πήγαινε στον Άδη τον καταραχνιασμένο που μέσα στον Αχέροντα τρέχει ο Πυριφλογάτος και ο Κωκυτός που είναι ξεκομμένος από τα νερά της Στύγας, και οι ποταμοί βροντόλαλα σμίγουν στον ίδιο βράχο». Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι ο ποταμός προερχόταν από το «πυρ των εγκάτων της Γης» για αυτό και ενωνόταν με τον Αχέροντα διαμέσου μεγάλης βοής. Σήμερα διάφοροι ερευνητές θεωρούν ότι ο Πυριφλεγέθων είναι το ποτάμι στην περιοχή Καναλάκι και ονομάζεται «Κάκαβας» όπου τα νερά του κάποτε συναντούσαν τον Αχέροντα και έπεφταν μαζί στην Αχερουσία λίμνη. Και κάποιες άλλες τοποθετήσεις τον αναφέρουν ως τον σημερινό «Βουβοπόταμο» στην περιοχή της Πρέβεζας. Μερικοί επιστήμονες θεωρούν ότι μέσα στο νερό του ποταμού βρισκόντουσαν διάφορες φωσφορούχες ουσίες που σπινθήριζαν αλλά κατά την άποψη μας δεν αποκλείεται εκείνη την παλαιά εποχή να βρισκόταν πλησίον ένα ηφαίστειο.
Η δική μου πληροφορία λέει ότι ο Πυριφλεγέθων ποταμός ήταν ένας ιδιαίτερος ποταμός από τον οποίο περνούσαν μόνοι οι Ψυχές των Ηρώων αλλά και οι ίδιοι οι Ήρωες για να κατέβουν στον Άδη. Όλοι οι Ήρωες της αρχαίας Ελλάδας που οι περισσότεροι ήταν και ημίθεοι διάβαιναν αυτό το μονοπάτι ως προς την κάθοδο τους στον Άδη. Όλες οι Ψυχές από την στιγμή που εγκαταλείπουν το σώμα περνάνε απαραίτητα από το βασίλειο του Άδη και μετά είτε ακολουθούν την διαδικασία της επανενσάκρωσης είτε ακολουθούν την διαδικασία του «δεύτερου συμβολικού θανάτου» οδεύοντας προς τις ανώτερες σφαίρες. Τον Πυριφλεγέθωνα διάβηκε και ο Οδυσσέας μετά από προτροπή της Κίρκης για να συναντήσει τον μάντη Τειρεσία. Γενικότερα όμως στον Άδη είχαν κατέβει ο Ορφέας για να επαναφέρει στην ζωή την Ευριδίκη, ο Ηρακλής αλλά και ο Θησέας μαζί με τον φίλο του τον Πείριθο για να κλέψουν την Περσεφόνη. Η ετυμολογία του Κωκυτού προσδιορίζει την λέξη «θρήνος». Σύμφωνα με έναν μύθο ο Κωκυτός ονομαζόταν και Μαυροπόταμος (όπου υπάρχει και το ομώνυμο χωριό). Οι αρχαίοι τον ονόμαζαν και Σελλήεντα.
Στην συμβολή του εκείνη την αρχαία εποχή με τον Αχέροντα (για αυτό και πολύ τον μπέρδευαν με αυτόν) οι αρχαίοι πίστευαν ότι κατά την διάρκεια της Τιτανομαχίας οι Τιτάνες έπιναν νερό από αυτόν και για αυτόν τον λόγο ο Ζευς έκανε τα νερά του μαύρα και πικρά ώστε τίποτα έμβιο δεν μπορούσε να επιβιώσει.
Πίστευαν λοιπόν πως τα νερά του περιείχαν δηλητήριο και ότι εκεί ζούσε ένας ανθρωπόμορφος δράκοντας. Η αλήθεια είναι ότι ο ρους του ποταμού ήταν μέσα από χαράδρες, φαράγγια και άγρια τοπία δίδοντας τροφή στους κατοίκους να δημιουργήσουν αυτές τις λαϊκές δοξασίες. Το δε «δηλητήριο» που πίστευαν θα μπορούσε να ήταν κάλλιστα από την σήψη των καλαμιών και τα έλη της Αχερουσίας λίμνης τα οποία ανέδιδαν αναθυμιάσεις. Εδώ θα αναφέρω μία πολύ περίεργη πληροφορία την οποία έχουμε ήδη θέσει υπό έρευνα.
Σύμφωνα λοιπόν με την λαϊκή παράδοση της περιοχής τα νερά του ποταμού ήταν πικρά διότι όπως πίστευαν οι άνθρωποι εκεί ζούσε ένα τέρας που την στοίχειωνε και δηλητηρίαζε τα νερά. Στα μ.Χ. χρόνια, στην Παραμυθιά της Θεσπρωτίας υπήρχε ένας επίσκοπος που αργότερα έγινε και Άγιος. Ήταν ο Άγιος Δονάτος. Η ονομασία «Δονάτος» έχει ετυμολογική προέλευση από το Αϊδονεύς, όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες τον Θεό Άδη. Το Αϊδονεύς έγινε Αϊδονάτος και μετά Δονάτος. Ο επίσκοπος Δονάτος, λέγεται ότι σκότωσε το «στοιχειό» και έτσι τα νερά του Κωκυτού έγιναν γλυκά. Το χωριό που βρισκόταν κοντά στις εκβολές του ποταμού ονομάστηκε «Γλυκή», και ο επίσκοπος για αυτό του το «θαύμα» έγινε «Άγιος».
Όπως βλέπουμε ο «Άγιος Δονάτος» (όνομα δανικό από τον Θεό του κάτω κόσμου) φαίνεται ότι με κάποια εργασία καθάρισε την περιοχή από τα σάπια καλάμια και αποξήρανε ένα μέρος ώστε να εξαφανιστεί ένα μεγάλο κομμάτι του έλους και αυτό το ονόμασε «θαύμα», σκοτώνοντας τον δράκοντα της λαϊκής δοξασίας. Μερικές μαρτυρίες μάλιστα λένε ότι κάπου εκεί κοντά στην συμβολή των ποταμών βρίσκονταν τα νερά της πηγής «Στύγας» (όχι ως ποτάμι αλλά ως πηγή) αλλά και τα νερά της Λήθης. Το ποτάμι της Στύγας βρίσκεται νότια των Αροανείων ορέων ή αλλιώς στο όρος Χελμός στην Πελοπόννησο. Κοντά στο ποτάμι βρίσκεται μία μικρή σπηλιά όπου οι Έλληνες πίστευαν ότι εκεί είναι η είσοδος του Άδη. Τώρα πως «μετακόμισε» αυτή η ονομασία και στην Ήπειρο?
Ο Όμηρος αναφέρει με έμμεσο τρόπο τον λόγο. Η Στύξ (η Στύγα) είναι ένας αρχαίος συμβολισμός του πολύ παγωμένου νερού. Στην αρχαία Ελλάδα παρομοίαζαν όποια πηγή ή ποτάμι είχε πάρα πολύ παγωμένα νερά με την Στύγα. Επίσης κοντά στο χωριό Μεσοπόταμος στην περιοχή της Πρέβεζας υπάρχει ένα βαθύ βάραθρο, στον λόφο «Ερημίτης» που ονομάζεται «Σταγός». Δεν αποκλείεται όμως εκείνη την παλαιά εποχή με την διαφορετική γεωλογική μορφολογία εδάφους, με κάποιον εσωτερικό τρόπο τα νερά της Στυγός να ενώνονταν με τα νερά του Κωκυτού. Εάν αυτό όντως συνέβαινε θα γινόταν κάτω από την επιφάνεια της Γης, αλλά αυτό μόνο ο Άρχοντας των εσωτερικών και εξωτερικών Υδάτων, Ποσειδώνας, θα μπορούσε να μας το πει. Ας μην ξεχνάμε ότι κάποτε η Πελοπόννησος με την Στερεά ενώνονταν.
Εκεί λοιπόν στις εκβολές του Αχέροντα είχαμε φτάσει εκείνο το Απριλιάτικο πρωινό. Εδώ που στεκόμασταν σύμφωνα με τον μύθο, οι ψυχές αφού είχαν σταθεί καταρχήν στην αντικρινή όχθη μαζί με τον Ερμή, αφού είχαν πληρώσει τον οβολό τους, και αφού είχαν μεταφερθεί από τον Χάροντα, ευρίσκοντο ακριβώς στο σημείο που είχαμε εμείς φτάσει και περίμεναν προφανώς να ανοίξουν οι «Πύλες του Άδη» για να περάσουν στο «σκοτεινό και παγωμένο βασίλειο του». Το τοπίο μαγευτικό. Ήταν νωρίς το πρωί και δεν υπήρχε κανείς. Άκουγες τα ορμητικά νερά του Αχέροντα να κυλούν στα δεξιά ενώ αριστερά υπήρχαν μικρές λιμνούλες που σχημάτιζαν φυσαλίδες στην επιφάνεια τους, προφανώς από εσωτερικές πηγές που υπήρχαν στην περιοχή. Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει και τα πουλιά στις πυκνές φυλλωσιές των πλατάνων τον χαιρετούσαν τιτιβίζοντας. Είχε έρθει η ώρα να αποθανατίσουμε το τοπίο.
Έτσι βγήκαν οι κάμερες και ξεκινήσαμε να παίρνουμε φωτογραφίες και βίντεο. Ξαφνικά από τον δρόμο φάνηκε να έρχεται ένας άνθρωπος. Φαινόταν μίας κάποιας ηλικίας και τα μαλλιά του ήταν λευκά. Πέρασε από κοντά μας και μάλιστα εμφανίστηκε τόσο ξαφνικά που καθώς έπαιρνα βίντεο τον είδα πρώτα στην οθόνη της κάμερας. Κατέβασα την κάμερα και ο άνθρωπος αυτός μας χαιρέτισε χαμογελώντας κουνώντας το κεφάλι. Προχώρησε προς το εσωτερικό μέρος των εκβολών και χάθηκε σε μία στροφή στο βάθος των δύο λόφων. Υποψιασμένη από την προηγούμενη συνάντησή μας με τον νεαρό, τον παρακολούθησα μέχρι που χάθηκε από τον ορίζοντα. Εκ των υστέρων όταν εμφάνισα το βίντεο στον υπολογιστή ο άνθρωπος αυτός, ενώ ήμουνα σίγουρη ότι είχε εμφανιστεί στην οθόνη διότι από εκεί τον είδα πρώτα, εντούτοις δεν υπήρχε μέσα στο βίντεο. Στα αριστερά μας βρισκόταν μία λιμνούλα. Ήταν η πρώτη λιμνούλα που συναντήσαμε.
Προσπερνώντας την πήγα να προχωρήσω προς το εσωτερικό. Τότε άκουσα μέσα στο κεφάλι μου μία δυνατή καθαρή αντρική αυστηρή φωνή να λέει : «Πλύνε τα χέρια σου στο νερό». Πλησίασα την λιμνούλα και έπλυνα τα χέρια μου. Το ίδιο έκαναν και οι υπόλοιποι που ήταν μαζί μου. Μετά καθίσαμε στην όχθη της λιμνούλας λέγοντας την ορφική επίκληση του Άδη αλλά και της Περσεφόνης. Ξαφνικά η δόνηση του τοπίου άλλαξε. Τα πουλιά σταμάτησαν να τραγουδούν και με γυμνό μάτι είδαμε επάνω από την λίμνη να σχηματίζεται ένας αιθερικός θόλος.
Έμοιαζε με μία αιθερική Πύλη, που όπως κοιτάζουμε στην φωτογραφία δεξιά φαινόταν πιο έντονα. Πολλές φορές οι θεότητες σχηματίζουν Πύλη με το ίδιο τους το αιθερικό σώμα. Ξεκινήσαμε να παίρνουμε φωτογραφίες συνεχώς για αυτό και πολλές από αυτές έχουν παρθεί το ίδιο λεπτό.
Δώστε προσοχή στην επόμενη φωτογραφία η οποία είναι το ίδιο λεπτό. Αφού πρώτα είδαμε αυτόν τον αιθερικό θόλο, και ενώ στην πρώτη φωτογραφία δεν υπάρχει κάτι άλλο, στην δεύτερη φωτογραφία στο ίδιο λεπτό, στα αριστερά και επάνω στο νερό εμφανίζεται μία μορφή. Αυτή την μορφή δεν την είδαμε με γυμνό μάτι, παρά αργότερα στον υπολογιστή. Όταν ζούμαρα την φωτογραφία έμεινα έκπληκτη.
Ένα ολοκάθαρο πρόσωπο στο γαλανό χρώμα με ένα μάτι καθρεφτιζόταν στα νερά της λίμνης.
Η απορία μου ήταν γιατί ήταν μισό το πρόσωπο. Η φίλη όμως και καθηγήτρια μας έβγαλε και από αυτό το αδιέξοδο. Μας είπε ότι ο Άδης εμφανίζεται με το μισό του πρόσωπο καλυμμένο. Κοιτάει από το βασίλειο του τους θνητούς με μόνο το μισό του πρόσωπο και δεν τους επιτρέπει να δουν το άλλο μισό.
Λίγο αργότερα σηκωθήκαμε από την λίμνη και προχωρήσαμε προς την επόμενη. Τότε συνέβη και άλλο ένα παράδοξο. Μόλις περάσαμε τα όρια της πρώτης λίμνης ήτανε λες και μπήκαμε σε ένα «ψυγείο». Λες και κατεβήκαμε στον παγωμένο βασίλειο του Άδη. Το κρύο ξαφνικά έγινε αφόρητο και χρειαστήκαμε, παρόλο την ηλιόλουστη μέρα, να φορέσουμε διπλά μπουφάν για να προχωρήσουμε.
Ανάμεσα στην πρώτη και στην δεύτερη λιμνούλα συναντήσαμε έναν πολύ περίεργο απολιθωμένο κορμό δένδρου, που δεν τον είχαμε προσέξει πριν. Μου θύμισε τον Κέρβερο που στεκόταν στην είσοδο του Άδη. Στην φωτογραφία εμφανίζεται λες και έχει το ένα του πόδι σηκωμένο, ενώ στο βάθος εμφανίζεται ένας άλλος περίεργος κορμός που μοιάζει με απολιθωμένο ελάφι με κέρατα.
Προχωρήσαμε αρκετά βαθιά προς τα επάνω με την πρόθεση να συναντήσουμε και της αρχικές πηγές του ποταμού. Προσωπικά σε κάποιο σημείο σταμάτησα διότι το κρύο είχε γίνει πια μη αντιμετωπίσιμο. Μόνο μία από την παρέα μας συνέχισε και η οποία κατάφερε να πάει λίγο πιο επάνω παίρνοντας νερό από μία πηγή. Καθίσαμε στην περιοχή για αρκετή ώρα και σκεφτήκαμε ότι ένα βράδυ σε αυτό το μέρος θα ήταν πραγματικά συναρπαστικό.
Επιφυλαχτήκαμε για την επόμενη φορά. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουμε, προχωρώντας προς το αυτοκίνητο, άκουσα πάλι μέσα στο κεφάλι μου μία άλλη φωνή, αυτή την φορά γυναικεία και αυστηρή. Η φωνή είπε μόνο μία λέξη : «Νόμισμα». Κάτι είχαμε ξεχάσει…Η Περσεφόνη μας προέτρεπε να ρίξουμε νόμισμα μέσα στον ποταμό. Πήραμε όσα κέρματα βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο και τα πετάξαμε στον ποταμό, ευχαριστώντας για αυτήν την εμπειρία.
Αφήνοντας πίσω μας την περιοχή συνειδητοποίησα και κάτι άλλο. Εκείνη που είχε προχωρήσει πιο πολύ από όλους μας μέσα στο αφόρητο κρύο της περιοχής και είχε γυρίσει με ένα μπουκάλι νερό, ονομαζόταν, Ευριδίκη…. Είχε το ίδιο όνομα με την σύζυγο του Ορφέα….. και στην ουσία ήταν η μοναδική που δονητικά μπορούσε να κατέβει στα άδυτα του Άδη.
Τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο αν και προσωπικά δεν πιστεύω ούτε στην τύχη αλλά ούτε και στις συμπτώσεις…
Άϊλα