line

ASTARHELLAS77n

 

Ορφικός Ύμνος Μουσών 

Μνημοσύνης και Ζηνός εριγρούποιο θύγατρες, μούσαι Πιερίδες, μεγαλώνυμοι, αγλαόφημοι, θνητοίς, οίς κε παρήτε, ποθεινόταται, πολύμορφοι, πάσης παιδείης αρετήν γεννώσαι άμεμπτον, θρέπτειραι ψυχής, διανοίας ορθοδότειεαι, και νόου ευδυνάτοιο καθηγήτειρα άνασσαι, αι τελετάς θνητοίς ανεδείξατε, ύστιπο λεύτους, Κλειώ τα’ Ευτέρπη τε Θάλεια τε Μελπομένη τε Τερψιχόρη τα’ Ερατώ, τε Πολύμνια, τε’ Ουρανίη τε Καλλιόπηι συν μητρί και ευδυνάτηι θεαί Αφνήι, αλλά μόλοιτε, θεαί μύσταις πολυποίκιλοι, αγναί εύκλειαν ζήλον τε ερατόν πολύυμνος άγουσαι. 

 muses

Εσείς οι θυγατέρες της Μνημοσύνης και του βροντερού Δία, ω ένδοξες Πιερίδες Μούσες με την λαμπρή φήμη. Εσείς σε όσους ανθρώπους παρευρεθείτε, είστε περιπόθητες, πολύμορφες. Επειδή γεννάτε την άμεμπτη αρετή πάσης παιδείας. Εσείς τρέφετε την ψυχή και δίδετε την ορθή κατεύθυνση στην διανόηση και είστε οι οδηγοί βασίλισσες του δυνατού νου. Εσείς που δείξατε στους ανθρώπους τις τελετές, οι οποίες εορτάζονται με μυστήρια. Εσείς η Κλειώ, η Ευτέρπη, η Θάλεια, η Μελπομένη, η Τερψιχόρη, η Ερατώ, η Πολύμνια, η Ουρανία και η μητέρα μου Καλλιόπη, που είστε αγνές θεές πολύ ισχυρές. Αλλά θέες προσέλθετε στους μύστες, που είστε πολυποίκιλες, αγνές και να φέρετε σε αυτούς δόξα και ζήλο, αξιέραστη και πολυύμνητη.

 

Επιστροφή από τους Δελφούς: Ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου


Δίπλα μας, πάνω στο άρμα του ταξίδευε ο Ηνίοχος. Ακολουθούσαν πίσω μας οι Φαιδριάδες.

 

Αντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μες την νύχτα, μία νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες νύχτες του κόσμου. Τόσο που μπρος της παραμέρισαν ακόμα και οι βασιλικές νύχτες των παιδικών μου χρόνων.

Ήταν τόσο διάφεγγα όλα και ξεχώριζαν τα βουνά τόσο φωτεινά, που έμοιαζε σάμπως κάποιος συμπαντικός λαμπαδηφόρος του Πυθίου Απόλλωνος αποσταλμένος, τρέχοντας στα ύψη, να μας συνόδευε φωτίζοντας μ’ έναν πυρσό πάνω μας στον ορίζοντα.
Πάνω από τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο, παιχνιδίζοντας, έτρεχε ανάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού, σαν αλαφάκι, ώσπου έδυσε τέλος κι ο κόσμος άλλαξε σάμπως να γύρισε ο Θεός την σελίδα. Σάμπως να γέρνει πάνω μας μία παράξενη άνοιξη, ο ουρανός έμοιαζε με κλαδί ανθισμένο.

Όρθιος ο Ηνίοχος στο πλάι μας πάντα, λάσκαρε κάθε τόσο τα γκέμια, κοίταζε πάνω το σύμπαν και χαμογελούσε.

Βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι. Δεν ξέραμε αν ήτανε νύχτα στην γη ή μέρα, κάπου, σε κάποιον κόσμο άλλο. Και δεν ξέραμε τι είχε συμβεί πάνω στην γη. Νιώθαμε την ψυχή μας θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οι καρδιές μας χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες. Θα τελειώσει;

Μέσα μας ζούσαμε έναν φόβο. Τούτο το ταξίδι μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει; Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μία αδιάκοπη άμπωτη, σαν να μη χωράει;
Τα πάντα έλαμπαν σάμπως να βγήκανε όλες οι άνοιξες των αιώνων στο στερέωμα και βάδιζαν σιγά-σιγά, βαστάζοντας αστέρια και λουλούδια στα χέρια τους. Και για πρώτη φορά νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν ώρες που είναι έξω από τον χρόνο. Που δεν ξέρεις πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες; Που ισοζυγιάζουν όλη μας την ζωή!

Ας μην τελειώσει!!!!! 

Ομήρου Οδύσσεια - Προ-ύμνιον

 

Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν·. Πολλῶν δ᾿ ἀνθρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόον ἔγνω,πολλὰ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐν πόντῳ πάθεν ἄλγεα ὃν κατὰ θυμόν, ἀρνύμενος ἥν τε ψυχὴν καὶ νόστον ἑταίρων. Aλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς ἑτάρους ἐρρύσατο, ἱέμενός περ· αὐτῶν γὰρ σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσιν ὄλοντο, νήπιοι, οἳ κατὰ βοῦς Ὑπερίονος Ἠελίοιο ἤσθιον. Aὐτὰρ ὁ τοῖσιν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ. Tῶν ἁμόθεν γε, θεά, θύγατερ Διός, εἰπὲ καὶ ἡμῖν.

 Τον άντρα, Μούσα, τον πολύτροπο να μου ανιστορήσεις, που βρέθηκε  ώς τα πέρατα του κόσμου να γυρνά, αφού της Τροίας  πάτησε το κάστρο το ιερό.  Γνώρισε πολιτείες πολλές, έμαθε πολλών ανθρώπων τις βουλές,  κι έζησε, καταμεσής στο πέλαγος, πάθη πολλά που τον σημάδεψαν,  σηκώνοντας το βάρος για τη δική του τη ζωή και των συντρόφων του  τον γυρισμό. Κι όμως δεν μπόρεσε, που τόσο επιθυμούσε,  να σώσει τους συντρόφους.  Γιατί εκείνοι χάθηκαν απ' τα δικά τους τα μεγάλα σφάλματα,  νήπιοι και μωροί, που πήγαν κι έφαγαν τα βόδια  του υπέρλαμπρου Ήλιου· κι αυτός τους άρπαξε του γυρισμού τη μέρα.  Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτήν την ιστορία, κόρη του Δία,  και πες την και σ' εμάς.